Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προσπάθησε να

  • 1 συγκεντρώνω

    [-ώ (ο)] μετ.
    1) сосредоточивать, концентрировать (тж. перен.); группировать; собирать, накапливать (тж. перен.); массировать (воен.);

    συγκεντρώνω δυνάμεις — сосредоточивать, накапливать силы; — собираться с силами;

    συγκεντρώνω γραμματόσημα — собирать марки;

    συγκεντρώνω τα απαιτούμενα στοιχεία — собирать необходимые данные;

    συγκεντρώνω τίς σκέψεις (ιδέες) μου — сосредоточить свои мысли;

    συγκεντρώνω την προσοχή (τίς προσπάθειες) μου — сосредоточить своё внимание (свои усилия);

    συγκεντρώνω όλα τα προσόντα — обладать всеми достоинствами;

    συγκεντρώνω την προσοχή ολωνών — привлекать всеобщее внимание;

    2) собирать, созывать;

    συγκεντρώνω τούς μαθητές — собрать учеников;

    3) централизовать, объединять;

    συγκεντρώνομαι [-ούμαι]

    1) — сосредоточиваться, концентрироваться (тж. перен.); — группироваться, собираться, накапливаться (тж. перен.); — массироваться (воен.);

    2) перен. сосредоточиваться, собираться с мыслями;

    προσπάθησε να συγκεντρωθείς — постарайся сосредоточиться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συγκεντρώνω

  • 2 поди

    (απλ.)
    1. (προστκ. αντί του «пойди») πήγαινε•

    поди сюда έλα εδώ•

    -те прочь πηγαίνετε έξω•

    -те наверх πηγαίνετε (ανεβήτε) επάνω.

    2. (παρνθ. λ.) πιθανόν, μπορεί, ίσως, όπως φαίνεται. || δοκίμασε, προσπάθησε.
    3. (επιφ. θαυμαστικό) πωπώ! βρε! τι λες(εκεί) !
    4. επιφ. προειδοποιητικό παλ. φυλάξου! πρόσεχε! το νου σου!
    εκφρ.
    (да и) на-подиβλ. на1;

    Большой русско-греческий словарь > поди

  • 3 разминуться

    -нусь, -ншься
    ρ.σ.
    1. δε συ• ναντιέμαι• χωρίζομαι με κάποιον, χάνομαι•

    старайся выйти вовремя, чтобы нам с тобой не разминуться προσπάθησε να βγεις έγκαιρα, για να μη χαθούμε (να μη χάσομε ο ένας τον άλλον)•

    - нельзя ο δρομάκος είναι στενός, να χωρίσομε (να χαθούμε) δε μπορεί.
    2. περνώ
    - διαβαίνω κοντά, πλησίον• ευθυγραμμίζομαι. || συναντιέμαι, εγγίζω.

    Большой русско-греческий словарь > разминуться

См. также в других словарях:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»